- σχοινοβατώ
- (ε) αμετ. ходить по канату
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχοινοβατώ — Ν [σχοινοβάτης] 1. εκτελώ σχοινοβατικές ασκήσεις, είμαι σχοινοβάτης 2. μτφ. ακολουθώ ριψοκίνδυνη τακτική, ενεργώ ριψοκίνδυνα … Dictionary of Greek
σχοινοβατώ — 1. κάνω ακροβασίες. 2. μτφ., ακολουθώ μια πολύ επικίνδυνη τακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλωβατώ — καλωβατῶ, έω (Α) βαδίζω πάνω σε σχοινί, σχοινοβατώ, είμαι σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + βατῶ (< βάτης ή βατος < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ, ουρανο βατώ] … Dictionary of Greek